τουφέκισμα

τουφέκισμα
και ντουφέκισμα, το, Ν
[τουφεκίζω/ ντουφεκίζω]
ο τουφεκισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τουφέκισμα — το, ατος και ντουφέκισμα, το ατος 1. πυροβολισμός με τουφέκι, τουφεκιά: Ακούονται πολλά τουφεκίσματα. 2. θανάτωση θανατοποινίτη από το εκτελεστικό απόσπασμα, τουφεκισμός: Έγινε το τουφέκισμα του προδότη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυφέκισμα — το, Ν βλ. τουφέκισμα …   Dictionary of Greek

  • τουφεκισμός — τουφεκισμός, ο και ντουφεκισμός, ο τουφέκισμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυφέκισμα — το βλ. τουφέκισμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”